- ψευδολόγος
- ψευδολόγ-ος (parox.), ον,A speaking falsely, lying, Ar.Ra.1521 (anap.);
ὁ ψ. Plb. 31.22.9
, cf. Phld.Po.5.14, Gal.Anim.Pass.2.2, etc.;σοφίης AP 9.80
(Leon.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὁ ψ. Plb. 31.22.9
, cf. Phld.Po.5.14, Gal.Anim.Pass.2.2, etc.;σοφίης AP 9.80
(Leon.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ψευδολόγος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδολόγος — ο, ΝΜΑ, και ψευδηλόγος Α αυτός που λέει ψέματα, που συνειδητά παραποιεί την αλήθεια, ψεύτης. επίρρ... ψευδολόγως, Μ με ψέματα, με ψευτιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + λόγος*] … Dictionary of Greek
ψευδολόγος — α, ο αυτός που λέει ψέματα, ο ψεύτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψευδολόγον — ψευδολόγος masc/fem acc sg ψευδολόγος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδολόγου — ψευδόλογος speaking falsely masc/fem/neut gen sg ψευδολόγος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδολόγους — ψευδόλογος speaking falsely masc/fem acc pl ψευδολόγος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδολόγων — ψευδόλογος speaking falsely masc/fem/neut gen pl ψευδολόγος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδολόγοι — ψευδολόγος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
лжеглаголивый — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (греч. ψευδολόγος) говорящий ложь, неправду. (Прол. нояб.… … Словарь церковнославянского языка
лжесловник — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (греч.ψευδολόγος) говорящий ложь, лжец … Словарь церковнославянского языка